Η τελευταία τζούρα
Mια δυστοπική ιστορία απ' το μέλλον
2053 μ.Χ. Σε όλη τη διαδρομή μού είχαν τα μάτια κλειστά με ένα μαντήλι σφιχτά δεμένο γύρω απ’ το κεφάλι. Το αυτοκίνητο για πολύ ώρα έκανε σκόπιμα γύρους και έστριβε σε άσχετους δρόμους με μεγάλη ταχύτητα και τα λάστιχα να στριγγλίζουν. Αυτά είναι κόλπα κατασκοπικά. Σε κάθε στροφή έπεφτα πάνω στους σωματώδεις τύπους που κάθονταν δεξιά και αριστερά μου στο πίσω κάθισμα. Τα χέρια μου ήταν σφιχτά δεμένα και αυτά για την περίπτωση που σκεφτόμουν να κάνω καμιά ανοησία και να βγάλω το μαντήλι, αν και ο τύπος που καθόταν στη θέση του συνοδηγού ήταν αρκετά σαφής και πειστικός όταν μου ξεκαθάρισε ορθά κοφτά «κοίτα μην κάνεις καμιά κουταμάρα γιατί έχουμε το ιστορικό σου στο Υouporn». Ήταν φανερό ότι αυτός ήταν ο αρχηγός. Κάποτε φύγαμε από την πόλη και βγήκαμε προς τα έξω. Το αυτοκίνητο σταμάτησε τις στροφές και ανέπτυξε ταχύτητα. «Αργούμε;» τόλμησα να ρωτήσω. «Μην κάνεις ερωτήσεις αν θες να φτάσουμε» ήταν η απάντηση. «Ναι το ξέρω, αλλά έχω χρόνια άκαπνος και… καταλαβαίνεις» συνέχισα. «Δεν ξέρω τι είναι αυτά που λες» ακούστηκε να λέει ο αρχηγός και αμέσως μετά ένιωσα ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι. Συνήλθα από τα δυνατά σκαμπανεβάσματα του αυτοκινήτου. Ήταν φανερό ότι είχαμε πάρει κάποιον άσχημο χωματόδρομο.
«Κρατάει μακριά τους περίεργους και γλυτώνουμε τις δυσάρεστες εκπλήξεις» απάντησε ο αρχηγός στην ερώτηση που ποτέ δεν ξεστόμισα. Ξάφνου πατήσαμε σε στρωμένο δρόμο και μετά από λίγα μέτρα το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε απότομα και έσβησε την μηχανή. Με κατέβασαν τραβώντας με και κάποιος μου έλυσε τα μάτια. Είχε βραδιάσει για τα καλά. Στεκόμασταν μπροστά σε μια μεγάλη αποθήκη με ένα μόνο φως να φωτίζει μια μικρή πόρτα με παραθυράκι. Ο αρχηγός χτύπησε την πόρτα συνθηματικά την ώρα που οι άλλοι τρεις ξανάμπαιναν στο αμάξι και το οδήγησαν στην πίσω μεριά. Το παραθυράκι άνοιξε και φάνηκε μισό πρόσωπο. «Άσσος» είπε το μισό πρόσωπο. «Φίλτρο» απάντησε ο αρχηγός. Το παραθυράκι έκλεισε και ακούστηκαν κλειδιά στην πόρτα που μετά από λίγο άνοιξε αργά και προχωρήσαμε μέσα σε κάτι που φαινόταν σαν προθάλαμος. Σταματήσαμε μπροστά σε μια εσωτερική πόρτα που είχε και κείνη δικό της πορτάκι.
Η ίδια διαδικασία επαναλήφθηκε με διαφορετικό σύνθημα «Στέκεται μπροστά σε πυραμίδα», «Camel». Με το που πέρασα την δεύτερη πόρτα πυκνός καπνός με έπνιξε γλυκά και βάλθηκα να εισπνέω από μύτη και στόμα αχόρταγα. Γέμιζα τα πνευμόνια μου με αυτό το χαρμάνι καπνού τσιγάρων, πίπας, πούρων και κάθε άλλου είδους που μπορεί να φανταστεί κανείς. Τα μάτια μου έτσουζαν αλλά εγώ δάκρυζα από χαρά. Γύρω μου άνθρωποι, κυρίως μεγάλης ηλικίας, καθόντουσαν σε μικρά τραπέζια και κάπνιζαν χωρίς να μιλάνε, χωρίς να πίνουν, χωρίς να τρώνε, μόνο απολαμβάνοντας τον καπνό τους. Εκεί που θα περίμενες να υπάρχει ένα μπαρ με ποτά υπήρχαν ράφια γεμάτα με τσιγάρα και καπνό κάθε μάρκας. Πλησίασα: «ένα Marlboro» είπα στην γυναίκα που εξυπηρετούσε. Εκείνη με ένα τσιγάρο μόνιμα στα χείλη μού έδωσε ένα πακέτο. «Κλασικός τύπος» παρατήρησε. «Ήταν τα πρώτα μου…τα κάπνιζε ο πατέρας μου» σχεδόν απολογήθηκα. Πήρα το πακέτο και κάθισα σε μια γωνιά. Έβγαλα το πάνω μέρος της ζελατίνας και μετά αργά ξεδίπλωσα το ασημένιο χαρτάκι της μιας γωνιάς και το έσκισα μεθοδικά αποκαλύπτοντας τα πρώτα φίλτρα τέλεια στοιχισμένα.
Χτύπησα το πακέτο πάνω στον δείκτη του άλλου μου χεριού και το πρώτο τσιγάρο πετάχτηκε έξω μέχρι τη μέση. Το πήρα και περνώντας το κάτω από τη μύτη μου μύρισα αχόρταγα τον ξινό καπνό, μια, δυο, τρεις φορές. Πόσες αναμνήσεις! Το έβαλα αργά στο στόμα μου και άναψα με μια πολύ βαθιά ατελείωτη τζούρα νιώθοντας τον ζεστό καπνό να γεμίζει το στόμα μου φτάνοντας το τσιγάρο σχεδόν στη μέση του και αμέσως μετά από μια στιγμιαία παύση πάνω που μου είχε τελειώσει η αναπνοή κατάπια τον καπνό και τον κατέβασα στα πνευμόνια μου και έπειτα ζαλισμένος τον άφησα να βγαίνει αργά από τη μύτη και το στόμα μου συγχρόνως. Δεν με ένοιαζαν πια οι συνέπειες, ας μου έκαναν ότι ήθελαν. Είχα να καπνίσω από τότε που απαγορεύτηκε εντελώς, πριν 27 χρόνια.