The Tsipouro Files
Σε ακούει πριν την ακούσεις εσύ για τα καλά
Υπό άλλες συνθήκες, θα άνηκε στα θαύματα του αρχαίου κόσμου, δικαιωματικά μάλιστα. Βρίσκει απήχηση σε κάθε παρέα, κάθε γενιάς και κάθε γούστου. Θυμάσαι την πρώτη φορά που πήρες το ποτήρι του πατέρα σου στο χωριό, έβαλες δειλά δειλά τη γλώσσα μέσα και κάτι σου ξίνισε, αλλά ήξερες ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψεις σε αυτό; Αυτό λοιπόν είναι το τσίπουρο, το “signature” ποτό του πολιτισμού μας. Μιας που πλησιάζει ο Οκτώβρης, έρχεται και η εποχή που βράζουν το τσίπουρο. Μαζί του, βράζουνε και οι δικές μας ψυχές για μαζώξεις σε τσιπουράδικα και ταβέρνες, με το κρύο έξω να θερίζει. Δεν χρειάζεται να περιμένουμε πολύ.
Οι απαρχές του ανάγονται τον 14ο αιώνα, στις σκήτες του Αγίου Όρους, όπου οι μοναχοί πρόσφεραν τσίπουρο μαζί με ένα λουκούμι στους επισκέπτες, θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο θα αποκτούσαν περισσότερη ενέργεια. Σαν να ‘ξεραν δηλαδή. Από τον 20ο όμως αιώνα, η παραγωγή του τσίπουρου έγινε σχεδόν αποκλειστική υπόθεση της μέσης ελληνικής οικογένειας. Σήμερα, λόγω της μεγάλης απήχησής του, ο καθένας θα σου πει πως γνωρίζει από οικογενειακό μυστικό την τέλεια συνταγή. Συνήθως όμως, περιέχει απόσταγμα στεμφύλων κυρίως και αρκετό οινόπνευμα. Μετά, αναλόγως την περιοχή που υπογράφει τη συγκεκριμένη παραγωγή, μπορούν στο τελικό απόσταγμα να προστεθούν διάφορα. Στη Θεσσαλία, φιγουράρει η μαστίχα Χίου, τα χαρούπια και τα σύκα.
Ο Βόλος είναι η πρωτεούσα του τσίπουρου. Τα καλύτερα τσιπουράδικα βρίσκονται εκεί, κοντά στον Παγασητικό κόλπο. Στον Βόλο δεν δίνεις περιττές λεπτομέρειες στην παραγγελία σου. Ένας αριθμός και ένα «με» ή «χωρίς» είναι ύπεραρκετά. Οι μεζέδες που τα συνοδεύουν μπορεί να είναι πιο φτωχικοί, με αγγουράκια, ντομάτα, σαρδέλα και γαύρο για παράδειγμα. Μετά έρχονται και τα τηγανιτά θαλασσινά, η μελιντζανοσαλάτα και το σπετζοφάι. Για άλλους, ταιριάζει καλύτερα ο καπνιστός σολωμός, το αυγοτάραχο και οι γαρίδες, εάν και εφόσον το επιτρέπει το μπάτζετ. Οι μεζέδες πρέπει να έχουν έντονη γεύση, χωρίς να εξουδετερώνουν όμως τη δριμύτητα του ποτού. Όσο περισσότερα καραφάκια, τόσο περισσότερα και τα πιάτα που θα εμφανιστούν μπροστά σου. Για “Τα Τσίπουρα στον Βόλο”, περισσότερο κατατοπιστικός θα είναι ο Αλέξανδρος Ψυχούλης, ντόπιος που μνημονεύει στο νέο του βιβλίο την βολιώτικη αυτή συνήθεια,
Όσο για την παραγωγή του Τυρνάβου, αυτή είναι άλλη υπόθεση. Τα τσίπουρά του επικεντρώνονται σε τοπικές ποικιλίες σταφυλιών, τα πιστοποιημένα μονοποικιλιακά. Είναι προστατευμένη Γεωγραφική Ένδειξη από την Ευρωπαική Ένωση ο Τύρναβος. Άρα το τσίπουρο, μπορούμε και μη ειρωνικά να το θεωρήσουμε μνημείο του ελληνικού πολιτισμού. Τα πλούσια ταξιδιάρικα αρώματά του είναι αυτά που το κάνουν να ταξιδεύει στα ταβερνάκια της Ελλάδας, κάνοντας παράλληλα την παραγωγή του Τυρνάβου την πιο περιζήτητη στη χώρα. Οι απαρχές του προέρχονται από την αποσταγματοποιία Βασδαβάνου και το «Δεκαράκι». Η μόνη δέσμευση του Τυρνάβου ως ΠΓΕ, είναι να είναι αποκλειστικά υπέυθυνος για την παραγωγή και εμφυάλωση του προιόντος.
Το τσίπουρο φέρνει στο μυαλό εικόνες από χωριό, ξυλόσομπα, μοναχικά καφενεία στην επαρχία και σίγουρα κάθε εορταστικό τραπέζι της μέχρι τώρα ζωής σου. Ακολουθώντας αντίθετη πορεία από τον αντίζηλό του, το «ούζο», το τσίπουρο δεν έπαιξε ποτέ (τουλάχιστον έως τώρα) «μπάλα» σε διεθνές επίπεδο, ούτε το συνόδεψε ποτέ ιδιαίτερη κοσμοπολίτικη αύρα, εκτός και αν το έφερε κάποιος τουρίστας ως ανάμνηση πίσω στο σπίτι του. Ξεκίνησε ως το ποτό των αγροτών και των εργατών, των απλών ανθρώπων με τα βρώμικα χέρια, έβρασε σε σπιτικά καζάνια, εμφιαλώθηκε και πουλήθηκε χύμα, συνόδεψε απλούς, χωριάτικους μεζέδες όπως το σύγκλινο, τον καγιανά και τα λουκάνικα, και άργησε να αποκτήσει ταυτότητα μέσω επώνυμων brands.
Τα καζάνια μπαίνουν τον Οκτώβριο και μέχρι τον Δεκέμβριο δουλεύουν ακατάπαυστα, έτσι ώστε να έχουν εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή ποσότητα και προφανώς, ένα αξιοπρεπές εισόδημα για τον παραγωγό. Κατά συνέπεια, έρχονται και οι αντίστοιχες γιορτές στις ελληνικές επαρχίες, όπου το τσίπουρο είναι ο πρωταγωνιστής. Και είναι βέβαιο, πως μετά από μια απλώς αξιοπρεπή κατανάλωση, οι γιορτές αυτές παίρνουν τη μορφή Ανθεστηρίων, τελετών δηλαδή προς τιμήν του θεού Διονύσου, του θεού του κρασιού και του γλεντιού.
Η μεγάλη μάζα παραγωγών, προφανώς δεν είναι άγνωστη με την αντιμετώπιση νομικών προβλημάτων. Μέχρι και πριν το 1997, οι πωλήσεις γινόταν άνετα. Μετά όμως, απαιτούνταν άδεια απόσταξης, σε όλη την Ελλάδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι παραγωγοί, νόμιμοι και μη, να δημιουργούν υπερογκώδεις ποσότητες και να τις πουλάνε χύμα, γλυτώνοντας έτσι την ανάλογη φορολογία και ρίχνοντας την ποιότητα των πρώτων υλικών. Όσο παρέμενε οικογενειακή υπόθεση η παραγωγή, η γύρω κοινότητα γνώριζε πολύ καλά την ποιότητα του τι έπινε. Έπειτα όμως, τα πράγματα έγιναν πολύ περίπλοκα. Λόγω της χαμηλής τιμής, οι κάβες και όσοι κάνουν χονδρικό εμπόριο, επενδύουν αδρά στους «χυματζήδες», αποφέροντας μεγαλύτερο κέρδος στις δικές του επιχειρήσεις με λιγότερα χρήματα, «σκοτώνοντας» οικονομικά τους υψηλού επιπέδου παραγωγούς.
Θα μπορούσαμε άραγε να φανταστούμε μια Ελλάδα χωρίς τσίπουρο; Μια Ελλάδα χωρίς να ακούμε τις φράσεις «μαλάκα, πήγαμε για τσίπουρα χθες» και όλες τις πανέμορφες (ακόμα και ατυχείς) ιστορίες που συνοδεύουν την εκάστοτε διήγηση; Επειδή ο λόγος περι εθνικού παραληρήματος έχει γίνει πλέον καραμέλα, καλό είναι να χαιρόμαστε με κάτι που παράγουμε σαν λαός, χωρίς να μας νοιάζει αν εξάγεται σε μεγάλο βαθμό ή όχι. Είναι δικό μας. Είναι ένα από τα πράγματα που έχουμε τα προνόμια να απολαμβάνουμε σε καλές τιμές, με καλούς μεζέδες και σε όμορφα μέρη. Από το ταβερνάκι στη Βλαχάβα Καλαμπάκας μέχρι και σε φλασκί σε κλάμπ της Θεσσαλονίκης, θα το έχεις μαζι σου για να σε βοηθήσει να κάνεις κεφάλι όσο πιο γρήγορα και οικονομικά γίνεται. Σε όλες τις φάσεις της ζωής σου, έχεις να πεις φοβερές ιστορίες. Φοιτητικές ιστορίες, επαγγελματικές ιστορίες, ερωτικές ιστορίες. Θα βρίσκει πάντα και παντού απήχηση στον περίγυρο σου. Γιατί είναι τσίπουρο ρε φίλε.
Κλείνοντας, ελπίζω να σηκωθήκατε έστω οι μισοί από όσους διαβάσατε αυτή την αράδα και να πήγατε να πιείτε.